- χαϊδιάρης
- ο , χαϊδιάρα η баловень; неженка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαϊδιάρης — α, ικο, Ν βλ. χαδιάρης … Dictionary of Greek
χαϊδιάρης, -α, -ικο — βλ. χαδιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαδιάρης — και χαϊδιάρης, α, ικο, Ν (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν τα χάδια, εκείνος στον οποίο αρέσει να τού συμπεριφέρονται τρυφερά (α. «χαδιάρα γάτα» β. «χαδιάρικο παιδάκι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάδι / χάιδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης)] … Dictionary of Greek
χαδιάρικος — η, ο, Ν [χαδιάρης / χαϊδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαδιάρη («χαδιάρικο βλέμμα») 2. θωπευτικός, τρυφερός («μάς φέρνουν τη χαδιάρικη δροσιά τού Απρίλη», Παλαμ.) 3. χαδιάρης («χαδιάρικο γατί»). επίρρ... χαδιάρικα Ν με χαδιάρικο… … Dictionary of Greek